- κακοράβω
- και κακορράβω1. ράβω κάτι άσχημα, άτσαλα, ελαττωματικά2. (μτχ. παθ. παρακμ.) κακοραμμένος, -η, -οραμμένος άσχημα, ελαττωματικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακοράβω — κακόραψα, κακοράφτηκα, κακοραμμένος, ράβω κάτι άσχημα: Το κοστούμι σου είναι κακοραμμένο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek